- ὑπερβιαζομένου
- ὑπερβιάζομαιpress exceeding heavilypres part mp masc/neut gen sgὑπερβιάζομαιpress exceeding heavilypres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερβιάζομαι — Α καταδυναστεύω, βασανίζω υπερβολικά («ὑπερβιαζομένου τοῡ κακοῡ», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βιάζομαι «πιέζω με δύναμη»] … Dictionary of Greek